εξακόντιση — η (AM ἐξακόντισις) [εξακοντίζω] ορμητική βολή από μακριά … Dictionary of Greek
εξακόντιση — η (κυριολ. και μτφ.), η ορμητική βολή, η εκσφενδόνιση, η εκτόξευση, ο εξακοντισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάβλυση — η (Α ἀνάβλυσις) [ἀναβλύζω] (για υγρά) αναπήδηση, εξακόντιση, ανάβρυση … Dictionary of Greek
αποστολή — η (ΑΜ ἀποστολή) [αποστέλλω] το να αποστέλλει κανείς κάτι νεοελλ. 1. σπουδαίο έργο προς εκτέλεση, σκοπός της ζωής, προορισμός 2. ομάδα προσώπων που στέλνονται κάπου για ορισμένο σκοπό, αντιπροσωπεία 3. χώρος ή κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη η… … Dictionary of Greek
αποτίναξη — η 1. ρίξιμο πράγματος μακριά με απότομη ώθηση, εκσφεδόνιση, εξακόντιση 2. αποβολή, απαλλαγή από δυσάρεστη κατάσταση («η αποτίναξη του ζυγού ήταν δύσκολο έργο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτινάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στα Έγγραφα Σαντορίνης) … Dictionary of Greek
εκπυρήνιση — η (AM ἐκπυρήνισις) η αφαίρεση τών πυρήνων από καρπούς νεοελλ. η εκρίζωση περιγεγραμμένου όγκου ή οργάνου αρχ. εκπίεση, εξακόντιση … Dictionary of Greek
εκτιναγμός — ο (Α ἐκτιναγμός) 1. εκτίναξη, εξακόντιση, εκσφενδόνιση 2. καθάρισμα τού σιταριού με λίχνισμα … Dictionary of Greek
εκτόξευση — η 1. η ενέργεια τού εκτοξεύω, βολή με τόξο 2. εκσφενδόνιση, εξακόντιση, εκτίναξη («εκτόξευση νερού») … Dictionary of Greek
εξακοντισμός — ο (AM ἐξακοντισμός) [εξακοντίζω] εξακόντιση … Dictionary of Greek
εξακοντιστικός — ή, ό αυτός που χρησιμεύει για εξακόντιση («εξακοντιστική συσκευή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακοντίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο ημερολόγιο Πανελλήνιος Σύντροφος] … Dictionary of Greek